- αισιοφρονώ
- [αισιόφρων]αισιοδοξώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αίσιος — ια, ιο (Α αἴσιος, ία, ιον) αυτός που προμηνύει κάτι καλό, ευνοϊκός, ευοίωνος (κυρίως για οιωνούς) νεοελλ. (για καταστάσεις) ευτυχής, χαρούμενος αρχ. κατάλληλος, ταιριαστός, δίκαιος, σωστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἶσα βλ. λ.. ΠΑΡ. αρχ. αἰσιοῦμαι. ΣΥΝΘ.… … Dictionary of Greek
αισιόφρων — ( ονος), ον αισιόδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίσιος + φρων < φρην. ΠΑΡ. νεοελλ. αισιοφροσύνη, αισιοφρονώ] … Dictionary of Greek